Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2018

Η Εκπαιδευτική Κρίση: Εκπαίδευση ή Ποιοτική εκπαίδευση

@Wililam Harper

Ο ΟΗΕ έχει θέσει μερικούς πολύ σημαντικούς στόχους σχετικά με τη βιώσιμη ανάπτυξη και ένας από αυτούς αφορά την πρόσβαση στην εκπαίδευση για όλα τα παιδιά του κόσμου. Ίσως να ακούγεται ουτοπικό όσο και η “Παγκόσμια Ειρήνη” όμως ο στόχος καθώς φαίνεται έχει πλησιάσει στην εκπλήρωση του, αφού ακόμα και σε περιοχές του αναπτυσσόμενου κόσμου, το ποσοστό των παιδιών που έχει πρόσβαση στην εκπαίδευση αγγίζει το 91%.

Ωστόσο οι φορείς και οι οργανώσεις που ασχολούνται με το θέμα μιλάνε πλέον πως η πρόσβαση στην εκπαίδευση δεν είναι το μόνο αίτημα που πρέπει να ικανοποιηθεί καθώς θα πρέπει να διερευνηθεί η ποιότητα της εκπαίδευσης που λαμβάνουν τα παιδιά. Νέες έρευνες λένε πως το 56% από τα παιδιά που παρακολουθούν τα μαθήματα παγκοσμίως σε κάποιο σχολείο, τελικά δεν θα μάθουν να διαβάζουν, να γράφουν, ούτε θα αποκτήσουν κάποια δεξιότητα που θα τα βοηθήσει στην γνωστική τους εξέλιξη.
Τα πράγματα είναι περίπλοκα καθώς ο μύθος της “καθολικής” πρόσβασης στην εκπαίδευση έχει δημιουργήσει ένα “τέρας” που συνεχίζει να υπονομεύει την υποστήριξη της παιδικής ηλικίας και να αποδίδει μη ρεαλιστική εικόνα σε εκείνους τους φορείς που σχεδιάζουν και εποπτεύουν την εκπαίδευση.

Και αυτήν την υπόθεση μπορώ να την επιβεβαιώσω προσωπικά μεσα από την εμπειρία μου από την αποστολή στην Ρουάντα όπου βρέθηκα το 2014 μέσα στα πλαίσια του προγράμματος: Send my friend to School, με σκοπό να μελετήσω μαζί με άλλους εκπαιδευτικούς το εκπαιδευτικό σύστημα της συγκεκριμένης αναπτυσσόμενης χώρας.
Πριν το ταξίδι αφιερώσαμε πολύ χρόνο στη μελέτη πολλών κρατικών εκθέσεων , άρθρων και μελετών του Υπουργείου Παιδείας της χώρας και σύντομα ανακαλύψαμε πως οι κρατικοί φορείς μιλούσαν για την μεγάλη επιτυχία της εκπαιδευτικής πολιτικής που εφάρμοζαν, όπου το 89% των μαθητών πρωτοβάθμιας είχαν πρόσβαση στο σχολείο, ποσοστό που ήταν κοντά στα ποσοστά της Ελλάδας το 2014. Η υπόθεση για το “θαύμα” της εκπαίδευσης στη Ρουάντα παρουσιαζόταν σε παγκόσμια συνέδρια, σε ομιλίες πολιτικών προσώπων και σε εκθέσεις προγραμμάτων πανεπιστημίων.
Στην χώρα τελικά βρεθήκαμε με πολύ θετική προδιάθεση μετά από όλα αυτά που είχαμε διαβάσει.

Σύντομα διαπιστώσαμε πως η πραγματικότητα ήταν διαφορετική.

Σε σχολεία της Περιφέρειας όπου βρεθήκαμε η εικόνα ήταν παντού η ίδια. Το σχολείο της χώρας ήταν ταξικό ήταν και φυλετικό. Έβλεπες 40-50-60 παιδιά να βρίσκονταν στοιβαγμένα σε τάξεις όπου η εκπαίδευση ήταν μετωπική και η ίδια για όλους. Όπως μας εξήγησαν οι δάσκαλοι, οι μαθητές που προέρχονταν από τα λιγότερο προνομιούχα στρώματα, απλά αφήνονταν να κοιμούνται στα τελευταία θρανία αφού δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν, είτε γιατί η πείνα τα εμπόδιζε, είτε επειδή είχαν χάσει πολλά μαθήματα. Ένας ακόμα λόγος που δυσκόλευε την συμμετοχή των παιδιών στο μάθημα ήταν ότι γινόταν στα αγγλικά αφού από το 2011 η μητρική γλώσσα Κυνιαρουάντα έχει αντικατασταθεί από την αγγλική. Και αυτό έγινε γιατί το Υπ. Παιδείας της χώρας πίστευε πως η σταδιακή κατάργηση της μητρικής γλώσσας θα εκσυχρόνιζε τη χώρα και θα έφερνε επενδυτική ανάπτυξη. Σε αυτήν την πολλά υποσχόμενη αλλαγή οι δάσκαλοι δεν είχαν επιμορφωθεί και η περισσότεροι κλήθηκαν να διδάξουν σε μια γλώσσα που δεν γνώριζαν. Όσα λίγα παιδιά είχαν τη δυνατότητα να πληρώσουν φροντιστήριο (ναι έχει και ο αναπτυσσόμενος κόσμος παραπαιδεία) προχωρούσαν. Όσα δεν είχαν, τελείωναν το σχολείο χωρίς να ξέρουν να διαβάζουν και να κάνουν απλές μαθηματικές πράξεις. Σε ενα μαθητικό πληθυσμό όπου οι γονείς έπαιρναν δάνειο από την τράπεζα για να αγοράσουν μια σχολική ποδιά και ένα τετράδιο, που το 1/3 των πολιτών δεν είχαν πρόσβαση στο πόσιμο νερό και τα παιδιά δεν ελάμβαναν ποιοτική τροφή, το μακροπρόθεσμο σχέδιο ότι στην ενηλικίωσή τους θα εργάζονταν σε δυτικές επενδύσεις επειδή απλά ήξεραν αγγλικά, προφανώς ήταν τουλάχιστον προβληματικό.

Ποιος φταίει; Η απάντηση είναι μια. Και είναι κοινή και παγκόσμια . Το πρόβλημα της εκπαίδευσης είναι ότι η εκπαιδευτική ηγεσία αδυνατεί να αναγνωρίσει τα υπαρκτά- προβλήματα και τις παραμέτρους που δυσκολεύουν την εκπαίδευση στην πράξη και την αποτελεσματικότητά της.
Οι φορείς αναγνωρίζουν νούμερα και ποσοστά αλλά αδυνατούν να καταγράψουν τις ρεαλιστικές ανάγκες και τα προβλήματα που επηρεάζουν την ποιότητα της εκπαίδευσης.
Πέρα από τις καλές προθέσεις, τις ακέραιες εγκυκλίους, τις φωτισμένες και εμψυχωτικές τοποθετήσεις, τις αναλύσεις και τις παιδαγωγικές θεωρίες, λείπει η έρευνα πεδίου και η αναγνώριση του τι χρειάζεται η εκπαίδευση για να να λειτουργήσει πρακτικά.
Και μένει αυτό το δυσβάσταχτο φορτίο και το αδιέξοδο της εκπαίδευσης πάνω στις πλάτες των δασκάλων και των γονέων. Είτε πρόκειται για τη Ρουάντα είτε για μια χώρα του δυτικού κόσμου ή την Ελλάδα, το πρόβλημα της εκπαίδευσης καλείται να το λύσει ο δάσκαλος με λιγοστά μέσα, με χαμηλούς μισθούς και χωρίς κάποια ρεαλιστική επιμόρφωση. Σε αυτό το δυσμενές σκηνικό, ο δάσκαλος θα αξιολογηθεί για το έργο που δεν μπόρεσαν να εφαρμόσουν οι κυβερνήσεις και οι φορείς. Το βάρος θα μοιραστεί και στις πλάτες των γονέων για να πληρώσουν με τη σειρά τους το κόστος της εκπαίδευσης που δεν μπορεί να πληρώσει το κράτος.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που διαπιστώσαμε τον τελευταίο χρόνο αφορά στην παρουσία των παιδιών των προσφύγων στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Αυτή η νέα πραγματικότητα ήρθε για να μείνει και για να αναδείξει μια σειρά από προβλήματα που δεν έχουν λυθεί γύρω από την διαπολιτισμική εκπαίδευση.

Το προηγούμενο διάστημα ήμασταν μάρτυρες σε πολλές κοινωνικές, πολιτικές κ.α. φωνές που διεκδίκησαν την άμεση και χωρίς όρους ένταξη των παιδιών αυτών στο ελληνικό σχολείο . Όλοι αυτοί συνήθως έφερναν ως θετικό παράδειγμα τη συμμετοχή των παιδιών μεταναστευτικής καταγωγής στην ελληνική εκπαίδευση των προηγούμενων δεκαετιών αφού κατά την γνώμη τους αυτά τα δεκάδες χιλιάδες παιδιά εντάχθηκαν ομαλά στο σχολείο και κατά συνέπεια και στην κοινωνία.
Από όσο γνωρίζω δεν έχει γίνει κάποια έρευνα που να επιβεβαιώνει πως τα παιδιά αυτά όντως πήραν την εκπαίδευση που τους αξίζει. Για κάθε μεταναστευτικής καταγωγής μαθητή που σήκωσε τη σημαία έχουμε άραγε αναρωτηθεί πόσα παιδιά “κάηκαν” και ξεχάστηκαν στα τελευταία θρανία του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος;Πόσα παιδιά αφέθηκαν να κοιμούνται και έφυγαν από τις αίθουσες χωρίς να καταφέρουν να ενισχυθούν γνωστικά ή πόσα αναζήτησαν εξωσχολική βοήθεια για να μάθουν να διαβάζουν;Αυτή η προβληματική συμπερίληψη και ένταξη είχε συνέπεια το προφανές: στην «ελλειπή ορατότητα τους» στην ελληνική κονωνία .Αν και είχαν υποχρεώσεις όπως όλοι οι υπόλοιποι Έλληνες πολίτες , στην πραγματικότητα δεν αναγνωρίστηκαν ως ισότιμοι . Απόδειξη: μόλις πριν 2,5 χρόνια θεσπίσθηκε νόμος που έδινε το δικαίωμα ιθαγένειας στα άτομα αυτά.

Με τη ένταξη των παιδιών των προσφύγων στο σχολείο είχαμε την ευκαιρία να διορθώσουμε ότι δεν είχε διορθωθεί τις προηγούμενες δεκαετίες. Αυτήν την ευθύνη της αλλαγής είναι εύκολο να μετατεθεί (ξανά) στα χέρια της εκπαιδευτικής κοινότητας.
Η ένταξη παιδιών πολέμου στο ελληνικό σχολείο χωρίς την οποιαδήποτε προετοιμασία είναι ενα ημίμετρο το οποίο μας βοηθά να καταγράψουμε αριθμούς αλλά όχι τα πραγματικά οφέλη που θα λάβουν τα παιδιά αυτά.
Τα παιδιά αυτά πλέον ήρθαν και κάποια από αυτά θα μείνουν. Το αίτημα για μια αόριστη αλληλέγγυα υποστήριξή τους δεν είναι επαρκές. Ειδικά σε ενα τόσο δύσκολο και με τόσες πολλές παραμέτρους θέμα όπως είναι η διαπολιτισμική εκπαίδευση. Ειδικά σε πληθυσμούς που προέρχονται από εμπόλεμες ή από περιοχές με υψηλή ανέχεια, η απάντηση δεν είναι η ένταξη χωρίς όρους. Χρειάζονται ένα πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο που όχι μόνο θα τα βοηθήσει να διδαχθούν τη γλώσσα, αλλά θα τα οριοθετήσει και θα τα ενισχύσει ψυχικά και γνωστικά. Πρακτικά για να γίνει η σωστή ένταξη , χρειάζονται δάσκαλοι υποδοχής, ειδικά καταρτισμένοι στη διδασκαλία της ελληνικής ως ξένη γλώσσα, χρειάζεται παρέμβαση στους γηγενείς μαθητικούς πληθυσμούς, χρειάζονται παρεμβάσεις από κοινωνικούς λειτουργούς στην οικογένεια και στην κοινότητα, χρειάζεται διορισμός εκπαιδευτικών από τις χώρες καταγωγής των παιδιών μεταναστών. Και άλλα.

Ωραίο το αφήγημα της Αγάπης, της Αλληλεγγύης και της συνύπαρξης των λαών, αλλά η εκπαίδευση θέλει πρακτικές προτάσεις. Η εκπαίδευση δεν είναι μαγική διαδικασία και δεν συμβαίνει απλά επειδή θα βάλεις ενα παιδί να κάτσει σε ενα θρανίο.
Ο κίνδυνος που ενδέχεται εάν αποδεχθούμε το “χωρίς όρους ένταξη», είναι να δημιουργήσουμε και μια ακόμα στρατιά μαθητών που θα ξεχαστεί στα τελευταία σκληρά θρανία του ελληνικού σχολείου.
Θα συνηθίσουμε στις εκπτώσεις και στο τέλος θα έχουμε να θαυμάζουμε για άλλη μια φορά για ενα ακόμα θαύμα εκπαιδευτικό που θα αφορά τη σφαίρα της φαντασίωσης και σε άψυχα excelάκια με αριθμούς.

Ελένη Καραγιάννη
Εικαστικός/Εκπαιδευτικός εικαστικής Αγωγής


Πηγές:
UNESCO/More Than One-Half of Children and Adolescents Are Not Learning Worldwide

Εκπαίδευση για όλα τα παιδιά/Unicef:

Rwanda/National Education Profile 2014 Update: https://www.epdc.org/sites/default/files/documents/EPDC%20NEP_Rwanda.pdf

The Guardian/Hundreds of millions of children in school but not learning